καταδάμναμαι

καταδάμναμαι
καταδάμναμαι (Α)
καταδαμάζω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δάμναμαι «δαμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταδάμναμαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδάμναται — καταδάμναμαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδάμνατο — καταδάμναμαι imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδάμνατ' — καταδάμνατε , καταδάμναμαι pres imperat act 2nd pl καταδάμνατε , καταδάμναμαι pres ind act 2nd pl καταδάμναται , καταδάμναμαι pres ind mp 3rd sg καταδάμνατο , καταδάμναμαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) καταδάμνατε , καταδάμναμαι imperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδάμνατ' — κατεδάμνατο , καταδάμναμαι imperf ind mp 3rd sg κατεδάμνατε , καταδάμναμαι imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”